- ἐφέδρα
- ἐφέδρᾱ , ἐφέδραsitting byfem nom/voc/acc dualἐφέδρᾱ , ἐφέδραsitting byfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφέδρᾳ — ἐφέδραι , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc pl ἐφέδρᾱͅ , ἐφέδρα sitting by fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
ἐφέδρας — ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem acc pl ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδραν — ἐφέδρᾱν , ἐφέδρα sitting by fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) ἐπέδρη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέδρης — ἐφέδρα sitting by fem gen sg (epic ionic) ἐπέδρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek
φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
Хвойник двухколосковый — Общий вид женского растения ( … Википедия